καταστροφεύς

καταστροφεύς
καταστροφεύς, -έως, ὁ (Α)
βλ. καταστροφέας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταστροφεῖς — καταστροφεύς one who ruins masc acc pl καταστροφεύς one who ruins masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστροφῆς — καταστροφεύς one who ruins masc nom pl καταστροφεύς one who ruins masc nom/voc pl καταστροφή overturning fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστροφεῦ — καταστροφεύς one who ruins masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστροφῆι — καταστροφεύς one who ruins masc dat sg (epic ionic) καταστροφῇ , καταστροφή overturning fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστροφέας — ο (Α καταστροφεύς) [καταστροφή] αυτός που καταστρέφει, ο πρόξενος καταστροφής, ο εξολοθρευτής αρχ. πάπ. αυτός που καταστρέφει το δικό του έργο, αδέξιος τεχνίτης, ατζαμής …   Dictionary of Greek

  • καταστροφῇ — καταστροφῆι , καταστροφεύς one who ruins masc dat sg (epic ionic) καταστροφή overturning fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστροφέα — καταστροφέᾱ , καταστροφεύς one who ruins masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”